θορόνιο

Greek Monolingual

το
χημ.
ισότοπο του ραδιενεργού χημικού στοιχείου και ευγενούς αερίου ραδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thoron < thor- < thorium (πρβλ. θόριον) + -on].