θρέψη

Greek Monolingual

ἡ (ΑΜ θρέψις) τρέφω
1. το θρέψιμο, η συντήρηση, η διατροφή
2. (για πληγές) επούλωση, κλείσιμο
νεοελλ.
βιολ. το σύνολο τών λειτουργιών με τις οποίες τα έμβια όντα αφομοιώνουν τις χρήσιμες ουσίες για τη συντήρηση και την αύξηση τους.