θραυστήρας

Greek Monolingual


ειδικό μηχάνημα ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη θραύση σκληρών υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. Η λ. στον λόγιο τ. θραυστήρ μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].