θριαμβοδιθύραμβος
English (LSJ)
[ῠ], ον<, epithet of Bacchus, Pratin.Lyr.1.16.
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ, heißt Dionysus bei Pratin. Ath. XIV, 617 f.
Greek (Liddell-Scott)
θριαμβοδιθύραμβος: -ον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Πρατίνας 1. 18· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ διθύραμβος.
Greek Monolingual
θριαμβοδιθύραμβος, -ον (Α)
ως κύριο όν. ὁ Θριαμβοδιθύραμβος
επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + διθύραμβος.