θρίαμβος
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A hymn to Dionysus, sung in festal processions to his honour, Cratin.36.
2 epithet of Dionysus, Trag.Adesp.140, D.S. 4.5, Ath.1.30b, Plu.Marc.22, Arr.An.6.28.2.
3 metaph., scandal, δεδιὼς τὸν ἐκ λόγων θ. Conon 31.1.
II = Lat. triumphus (which is borrowed fr. θ. through Etruscan), Plb.6.15.8, D.S.12.64, Mon. Anc.Gr.2.20, SIG804.9 (Cos, i A.D.), Plu.Publ.20, etc.; ὁ μέγας θρίαμβος = the triumph, opp. ὁ ἐλάττων θρίαμβος = ovatio, Id.Marc.22, cf. D.H.8.67; ὁ πεζὸς θρίαμβος = ovatio, Id.9.36. (For the termination perhaps cf. ἴαμβος, διθύραμβος, but the origin of θρι- is unknown.)
German (Pape)
[Seite 1218] ὁ, 1) ursprünglich Beiname des Dionysus, D. Sic. 4, 5 Plut. Marcell, 22 Ath. I, 30 b, bei Suid. aus θηρίαμβος erkl., διότι ἐπὶ θηρῶν, τουτέστιν ἐπὶ λεόντων βέβηκε; nach Andern von θρῖον abzuleiten, weil die Knaben bei den Festaufzügen des Dionysus Feigenblätter hielten; gewiß mit διθύραμβος verwandt; – Festlied u. Festzug zu Ehren des Bacchus, vgl. Cratin. bei Suid. v. ἀναρύτειν. – 2) bei den röm. Historikern = Triumph; θρίαμβον ἄγειν, einen Tr. halten, Plut. Popl. 23, εἰσάγειν, Marcell. 92, κατάγειν, Caes. 55, ἐκ πολέμων κατάγειν, Fab. M. 24; διὰ θριάμβων εἰσελαύνειν Cic. 22; κατά τινος, über Jem., Ant.84.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 hymne chanté aux fêtes de Bacchus ; surn. de Bacchus;
2 chez les Romains, cérémonie du triomphe ; ὁ μέγας θρίαμβος PLUT le grand triomphe, p. opp. à ὁ ἐλάττων θρίαμβος le petit triomphe, lat. ovatio.
Étymologie: cf. θόρυβος ; sel. d'autres, apparenté à διθύραμβος.
Russian (Dvoretsky)
θρίαμβος: ὁ
1 триамб, гимн в честь Диониса-Вакха (во время шествий в его честь дети держали фиговые ветви);
2 эпитет Диониса-Вакха (τὸν Διόνυσον θρίαμβον ὀνομάζειν Plut.);
3 (в Риме), триумф, триумфальный въезд, (τῆς στρατείας εἰς τὴν πατρίδα Diod.): ὁ μέγας θ. Plut. большой триумф, т. е. триумф в собственном смысле; ὁ ἐλάττων или πεζὸς θ. Plut. малый или пеший триумф (ovatio); θρίαμβον ἄγειν, εἰσάγειν или κατάγειν Plut. совершать триумфальный въезд, справлять триумф.
Greek (Liddell-Scott)
θρίαμβος: ὁ, ὕμνος εἰς τὸν Βάκχον, ᾀδόμενος ἐν ἑορταστικαῖς πομπαῖς εἰς τιμὴν αὐτοῦ, Κρατῖν. «Διδύμ.» 1. 2) ὡς ὄνομα τοῦ Βάκχου, Διόδ. 4. 5, Ἀθήν. 30Β, Πλούτ. ἐν Μαρκέλλ. 22, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 28 ἴδε τὸ προηγ. ΙΙ. ἐν χρήσει πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ triumphus, ὅπερ φαίνεται νὰ εἶναι γλωσσικῶς συγγενές, Πολύβ. 6. 15, 8, Μνημ. Ἀγκύρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 11. 18, Πλούτ. Ποπλικ. 20, κτλ.· ὁ μέγας θρ., ἀντίθετον τῷ ὁ ἐλάττων θρ., ovatio, Διον. Ἁλ. 8. 67, Πλούτ. Μαρκ. 22. (Ὁ τύπος τῆς λέξεως μᾶς ὑπομιμνήσκει τὸ ἴαμβος (ἰάπτω), ἴδε ἐν λ.· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης συλλ. εἶναι ἄγνωστος).
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θρίαμβος)
1. επινίκια γιορτή
2. επινίκια πομπή από Ρωμαίο στρατηγό μετά από περιφανή στρατιωτική επιτυχία
3. περιφανής νίκη
4. υπερπήδηση μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων
νεοελλ.
1. μεγάλη επιτυχία
2. επευφημία, ζητωκραυγή
μσν.
δημοσίευση, κοινοποίηση
αρχ.
1. άσμα προς τιμήν του Διονύσου
2. σκάνδαλο, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία η λ. θρίαμβος ήταν η ονομασία ενός άσματος προς τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως προσωνυμία του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. (πρβλ. triumphus «επινίκια και τροπαιοφόρα πομπή») με αποτέλεσμα και το ελλ. θρίαμβος από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «γιορτή για τη νίκη, επιτυχία». Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, ομοιότητα στον σχηματισμό με τα συνώνυμα διθύραμβος, ίαμβος, πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θριαμβεύω, θριαμβικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. θριαμβοδιθύραμβος.
Greek Monotonic
θρίαμβος: ὁ,
I. ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Κρατίν.· επίσης, όνομα του Βάκχου, σε Πλούτ., κ.λπ.
II. χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον Ρωμαϊκό θρίαμβο, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of hymns sung at the feasts for Dionysos (Cratin. 36), also said of the god (Trag. Adesp. 140 u. a.); hell.also rendering of Lat. triumphus (Plb., D. S.);
Derivatives: θριαμβικός = triumphālis, θριαμβεύειν = triumphāre.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like διθύραμβος, ἴαμβος (s. vv.) and like these prob. Pre-Greek. Often (after Sommer Lautstud. 58ff.) connected with the numeral three ("Dreischritt" v.t.), which is impossible. Extensive treatment by v. Windekens Orbis 2, 489ff., who takes θρίαμβος as (Indo-European) "Pelasgian" and gives a quite arbitrary IE etymology. - Acc. to Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. from θριάζω, θρίασις influenced by ἴαμβος; further Theander Eranos 15, 126 n. 1. - Fur.191 connects τριάζω conquer. Clearly a Pre-Greek word.
Middle Liddell
θρίαμβος, ὁ,
I. a hymn to Bacchus, Cratin.: also a name for Bacchus, Plut., etc.
II. used to express the Roman triumphus, Plut. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
θρίαμβος: {thríambos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines bei den Dionysosfesten gesungenen Liedes (Kratin. 36), auch auf den Gott übertragen (Trag. Adesp. 140 u. a.); hell. u. spät Übersetzung von lat. triumphus (Plb., D. S. u. a.);
Derivative: davon θριαμβικός = triumphālis, θριαμβεύειν = triumphāre.
Etymology: Bildung wie διθύραμβος, ἴαμβος (s. dd.) und wie diese wahrscheinlich Fremdwort. Oft (nach Sommer Lautstud. 58ff.) mit dem Zahlwort drei verknüpft ("Dreischritt" od. ä.). Ausführliche Behandlung mit Lit. bei v. Windekens Orbis 2, 489ff., der θρίαμβος als "pelasgisch" ansieht und eine ganz willkürliche idg. Etymologie vorschlägt. Auch lat. triumphus (worüber W.-Hofmann s. v.) wäre direkt aus dem Pelasgischen geholt. — Nach Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. aus θριάζω, θρίασις unter Einfluß von ἴαμβος; vgl. noch Theander Eranos 15, 126 A. 1 (zu θριάζειν, θρῖον). Ältere Lit. auch bei Bq (mit Add. et corr.).
Page 1,682-683
Mantoulidis Etymological
Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τίς λέξεις: τρίσαμβος (=χορός σέ τρεῖς χρόνους) ἤ διθύραμβος.
Παράγωγα: θριαμβεύω, θριαμβεία, θριαμβευτής, θριαμβευτικός, θριαμβικός.