θριγκώδης

English (LSJ)

ες, like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί.

German (Pape)

[Seite 1218] ες, einem θριγκός ähnlich, Hesych. αἱμασιά.

Greek (Liddell-Scott)

θριγκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. αἱμασιά.

Greek Monolingual

θριγκώδης, -ες (Α) θριγκός
όμοιος με θριγκό.