θριδάκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of θρίδαξ, Plu.2.349a (pl.).

German (Pape)

[Seite 1219] τό, dim. zu θρίδαξ, Plut. glor. Ath. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de θρῖδαξ.

Russian (Dvoretsky)

θρῑδάκιον: τό Plut. = θρίδαξ.