θρισσέμπορος

English (LSJ)

ὁ, dealer in θρίσσαι, PCair.Zen.261 (iii B.C.).

Greek Monolingual

θρισσέμπορος, ὁ (Α)
έμπορος θρίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίσσα + έμπορος].