Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
θρομβοφλεβίτιδα
Greek Monolingual
η ιατρ. φλεγμονή φλέβας σε συνδυασμό με τον σχηματισμό θρόμβου προσκολλημένου στο τοίχωμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombophlebitis<thromb- (πρβλ. θρόμβος) +phlebitis (πρβλ. φλεψ, -βός)].