θρονισμός

English (LSJ)

ὁ, enthronement, D.Chr.12.33, Man.4.104 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, das auf den Thron Setzen; Han. 4, 104; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θρονισμός: ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν, Μανέθων 4. 104.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θρονισμός) θρονίζω
η ενθρόνιση.