θρονίζω
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
German (Pape)
[Seite 1219] auf den Thron setzen, Sp.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ θρονίζω) θρόνος
1. θρονιάζω, τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα
2. παθ. θρονίζομαι (για βασιλείς) ενθρονίζομαι, εγκαθίοταμαι στον θρόνο
αρχ.
παθ. μυούμαι.
Léxico de magia
iniciar, consagrar en v. pas. πάντως δέομαι, ἱκετεύω, δοῦλος ὑμέτερος καὶ τεθρονισμένος ὑμῖν os pido, os suplico, yo, esclavo vuestro y por vosotros consagrado P VII 747