θρυοπώλης
English (LSJ)
θρυοπώλου, ὁ, rush-seller, PLond.1.125.39 (iv A.D.).
Greek Monolingual
θρυοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πωλεί βούρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -πωλης].
θρυοπώλου, ὁ, rush-seller, PLond.1.125.39 (iv A.D.).
θρυοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πωλεί βούρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -πωλης].