θρῶσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, cord, line, Theognost.Can.20, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, Strick, Kette, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θρῶσις: -εως, ἡ, «σπαρτίον» Θεογνώστ. Κανόν. 20. 28, κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «διαίρεσις, σπαρτίον, σειρά, καὶ ἡ κάτω σχοῖνος τοῦ δικτύου».

Greek Monolingual

θρῶσις, -εως ἡ (Α)
θρώσκω
νήμα, σχοινί.