θυηπολία
English (LSJ)
Ion. θυηπολίη, ἡ, sacrificing, A.R.1.1124, AP5.16 (Gaet.), D.H.1.21, Hld.3.2, prob. in Puchstein Epigr.Gr.36 (pl., Nubia): generally, mystic rites, Orph.A.470.
German (Pape)
[Seite 1222] ἡ, Opferung, Opferdienst; Ap. Rh. 1, 1124; γενεθλίδιοι Diod. 2 (VI, 243); Gaetul. 1 (V, 17); auch in sp. Prosa, wie D. Hal. 1, 21.
Russian (Dvoretsky)
θυηπολία: ἡ жертвоприношение Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
θυηπολία: Ἰων. -ίη, ἡ, θυσία, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1124, Ἀνθ. Π. 17, Διον. Ἁλ. 1. 21∙ καθόλου, μυστηριώδεις τελεταί, μύησις, Ὀρφ. Ἀργ. 472.
Greek Monolingual
θυηπολία (ΑΜ), ιων. τ. θυηπολίη, ἡ (Α) θυηπόλος
1. θυσία
2. μυστηριακές τελετές.