θυλάκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of θύλακος, Hdt.3.105, Ar.V.314, Ra.1203 codd., PLille 10ii 14 (iii B.C.), PCair.Zen.69.6 (iii B.C.).
II seed-capsule, Sch.Nic. Th.852.

German (Pape)

[Seite 1222] τό, dim. von θύλακος, Tasche; Her. 3, 105; Ar. Vesp. 314 u. öfter; Posidon. Ath. IV, 152 s. Auch = Saamenkapsel, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit sac.
Étymologie: θύλακος.

Russian (Dvoretsky)

θῡλάκιον: (ᾱ) τό мешок Her., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θύλακος, Ἡρόδ. 3. 105, Ἀριστοφ. ἐν Σφηξ. 314, ἐν Βατρ. 1203. ΙΙ. τὸ περιέχον τὸ σπέρμα, Διοσκ. 2. 128, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 852.

Greek Monotonic

θῡλάκιον: τό, υποκορ. του θύλακος, μικρή τσάντα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

θῡλάκιον, ου, τό,
a little bag, Hdt., Ar. [Dim. of θύλακος,]