τσάντα

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σακίδιο, από δέρμα ή άλλο υλικό, σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις (α. «γυναικεία τσάντα» β. «μαθητική τσάντα» — η σάκα
γ. «τσάντα κυνηγού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canta].