τσάντα

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σακίδιο, από δέρμα ή άλλο υλικό, σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις (α. «γυναικεία τσάντα» β. «μαθητική τσάντα» — η σάκα
γ. «τσάντα κυνηγού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canta].