Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσάντα

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

η, Ν
σακίδιο, από δέρμα ή άλλο υλικό, σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις (α. «γυναικεία τσάντα» β. «μαθητική τσάντα» — η σάκα
γ. «τσάντα κυνηγού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canta].