θυλακίζω

English (LSJ)

collect scraps in a wallet: hence, at Tarentum, beg, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1222] (einsacken) betteln, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίζω: βάλλω εἰς τὸ θυλάκιον, ἐπαιτῶ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυλακίζω (Α) θύλακος
1. βάζω στο θυλάκιο, σακουλιάζω
2. συνεκδ. επαιτώ.