επαιτώ

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

(AM ἐπαιτῶ, -έω) αιτώ
ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ' ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ' ἡμέραν βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια»)
αρχ.
1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας», Ομ. Ιλ.)
2. (απλώς) ζητώ.