θυλακόεις

English (LSJ)

θυλακόεσσα, θυλακόεν, = θυλακοειδής (like a bag), Nic. Al. 403.

German (Pape)

[Seite 1222] εσσα, εν, dasselbe, Nic. Al. 403.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Ἀλ. 403.

Greek Monolingual

θυλακόεις, -εσσα, -εν (Α) θύλακος
θυλακοειδής, αυτός που έχει μορφή θυλάκου.