θυλακοειδής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
θυλακοειδές, like a bag, Arist.HA543b13.
German (Pape)
[Seite 1222] ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.
Russian (Dvoretsky)
θῡλᾰκοειδής: мешкообразный (θυννίς, sc. ἰχθύς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος θυλάκῳ ἢ σάκκῳ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 11, 2.
Greek Monolingual
-ές (Α θυλακοειδής, -ές)
όμοιος με θύλακο, με σακούλι
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές
πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -ειδής].