θυμίδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of θυμός, Ar.V.878.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, dim. von θυμός, Ar. Vesp. 878.

Russian (Dvoretsky)

θῡμίδιον: (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυμός, Ἀριστοφ. Σφηξ. 878.

Greek Monolingual

θυμίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. εγχειρ-ίδıoν, χοιρ-ίδιον].

Greek Monotonic

θῡμίδιον: τό, υποκορ. του θυμός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῡμίδιον, ου, τό, [Dim. of θυμός, Ar.]