θυρεόω

English (LSJ)

cover with a shield, Aq.Is.31.5.

German (Pape)

[Seite 1227] mit dem Schilde bedecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θυρεόω: καλύπτω, προστατεύω διὰ θυρεοῦ, Ἀκίλ. Παλ. Διαθ.