προστατεύω

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτεύω Medium diacritics: προστατεύω Low diacritics: προστατεύω Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΩ
Transliteration A: prostateúō Transliteration B: prostateuō Transliteration C: prostateyo Beta Code: prostateu/w

English (LSJ)

A to be leader of or be ruler of, εἴτε χοροῦ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος X.Mem.3.4.6, cf. Hier.11.5, 7; (θυσίας) IG42(1).73.34 (Epid., iii B.C., prob.): abs., exercise authority, X.HG3.3.6, Vect.5.6; ἐν ταῖς πόλεσιν Id.Mem.2.8.4.
II π. ὅπως..to have authority for providing that... provide or take care that... Id.An. 5.6.21, Cyr.1.2.5: with genitive added, π. ἀνθρώπων ὅπως ἕξουσιν..ib. 1.6.7; cf. προστατέω
III hold office of προστάτης II.3, SIG241 A 39 (Delph., iv B.C.), IG14.208 (Acrae).
IV to be guardian of, be regent for, τῶν βασιλέων App.Syr.52.

German (Pape)

[Seite 781] = προστατέω, τινός; Xen. Cyr. 1, 6, 7 Mem. 3, 4, 6 u. öfter; mit folgdm ὅπως, Cyr. 1, 2, 5.

French (Bailly abrégé)

être à la tête de, être président de ou préposé à, gén. ; προστατεύειν ὅπως avec l'ind. f. : prendre les mesures nécessaires pour que, veiller à ce que ; προστατεύειν ἀνθρώπων ὅπως XÉN veiller à ce que les hommes.
Étymologie: προστάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστατεύω [προστάτης] besturen, met gen.; abs. de macht uitoefenen. zorgen, met gen., met ὅπως + ind. fut.: ἀνθρώπων ἄλλων π. ὅπως ἕξουσι πάντα τὰ ἐπιτήδεια (als leider) zo voor andere mensen zorgen dat zij over alle levensbehoeften beschikken Xen. Cyr. 1.6.7.

Russian (Dvoretsky)

προστᾰτεύω:
1 стоять во главе, руководить, управлять (εἴτε χοροῦ εἴτε στρατεύματος Xen.; τοῦ δήμου Arst.; π. τῶν πραγμάτων Polyb.);
2 заботиться, обеспечивать: κελεύειν τινὰ προστατεῦσαι - v.l. προστατῆσαι - λαβόντα χρήματα Xen. поручить кому-л. позаботиться о сборе средств.

Greek (Liddell-Scott)

προστᾰτεύω: προστατέω, εἶμαι προστάτης, ἀρχηγός τινος, εἴτε χοροῦ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 6, πρβλ. Ἱέρωνα 11, 5 καὶ 7· ἀπολ., ἐξασκῶ ἀρχήν, ἐξουσίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 3, 6, Πόροι 5, 6· ἐν ταῖς πόλεσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 8, 4. ΙΙ. πρ. ὅπως..., ἔχω ἐξουσίαν νὰ φροντίσω πῶς νά..., φροντίζω ἢ ἐπιμελοῦμαι νά..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 6, 21, ἐν Ἀπομν. 2. 7, 9 (διάφορ. γραφ. προστατήσῃς), Κύρ. 1. 2, 5· μετὰ γενικ., πρ. ἀνθρώπων ὅπως ἔξουσιν... αὐτόθι 1. 6, 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28, 30, 32.

Greek Monolingual

ΝΑ προστάτης
νεοελλ.
1. προφυλάσσω από τους κινδύνους
2. υπερασπίζω, υποστηρίζω («προστατεύει τους ανήμπορους»)
3. ενισχύω υλικά και ηθικά («προστατεύω τις τέχνες και τις επιστήμες»)
αρχ.
1. είμαι αρχηγός, προϊστάμενος («ὡς οὕτω ἄν τις προστατεύῃ... ἀγαθὸς ἄν εἴη προστάτης, εἴτε χοροῦ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος προστατεύοι», Ξεν.)
2. ασκώ εξουσία («καὶ μὴν οἵ γε ἐν ταῖς πόλεσι προστατεύοντες καὶ τῶν δημοσίων ἐπιμελόμενοι...», Ξεν.)
3. είμαι αντιβασιλιάς («προστατεύω τῶν βασιλέων», Αππ.)
4. έχω το αξίωμα του προστάτη
5. (με τελικ. πρότ.) προστατεύω... ὅπως
έχω την εξουσιοδότηση, το δικαίωμα να φροντίσω για κάτι.

Greek Monotonic

προστᾰτεύω: = προστατέω·
I. είμαι προστάτης ή κυβερνήτης, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., ασκώ εξουσία, στον ίδ.
II. προστατεύω ὅπως..., υπερασπίζομαι ή προσέχω, είμαι φύλακας, προασπιστής, στον ίδ.

Middle Liddell

= προστατέω
I. to be leader or ruler of, c. gen., Xen.; absol. to exercise authority, Xen.
II. πρ. ὅπως . ., to provide or take care that . ., Xen.