θυρσῶ, -όω (Α) θύρσοςχρησιμοποιώ κάτι ως θύρσο, περιβάλλω κάτι με φύλλα σαν θύρσο, μεταβάλλω σε θύρσο («λόγχαι τεθυρσωμέναι», Διόδ. Σικ.).