θυσανώδης

English (LSJ)

θυσανῶδες, = θυσανόεις, tassel-like, bunched, ῥίζα Thphr. HP 1.6.4.

German (Pape)

[Seite 1228] ες, troddel-, quastenartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνώδης: -ες, = θυσανόεις, ῥίζα Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 4.

Greek Monolingual

-ες (Α θυσανώδης, -ες) θύσανος
θυσανοειδής.