θυσανοειδής

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσᾰνοειδής Medium diacritics: θυσανοειδής Low diacritics: θυσανοειδής Capitals: ΘΥΣΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thysanoeidḗs Transliteration B: thysanoeidēs Transliteration C: thysanoeidis Beta Code: qusanoeidh/s

English (LSJ)

θυσανοειδές, fringed: τὸ τῶν στρωμάτων θ. Eun.Hist.p.239 D.

German (Pape)

[Seite 1228] ές, troddelartig, Sp.

Greek Monolingual

-ές (Α θυσανοειδής, -ές)
όμοιος με θύσανο, όμοιος με φούντα, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + -ειδής (< είδος)].