θυφλός: -ή, -όν, (= τυφλός) Ἐπιγρ. πηλ. ἀγγείου Κύμης τῆς ἐν Ἰταλία CIG. 8337.
θυφλός, -ή, -όν (Α)επιγρ. τυφλός.