θυῖον

English (LSJ)

τό, resin, Thphr. HP 5.2.1.

German (Pape)

[Seite 1222] τό, v.l. für θύον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

θυῖον: τό, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ θύον.

Greek Monolingual

θυῖον, τὸ (Α) θυία
το ρετσίνι.