θωπικός

English (LSJ)

θωπική, θωπικόν, (θώψ) = θωπευτικός, Id.Lys.1037, Max.Tyr. 9.7. Adv. θωπικῶς Suid.

German (Pape)

[Seite 1230] = θωπευτικός, Ar. Lys. 1037; Adv., Suid.

Russian (Dvoretsky)

θωπικός: Arph. = θωπευτικός.

Greek (Liddell-Scott)

θωπικός: -ή, -όν, (θώψ) = θωπευτικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

θωπικός, -ή, -όν (Α) θωψ
θωπευτικός. Επίρ. θωπικῶς (Α)
θωπευτικώς.

English (Woodhouse)

flattering