θωψ
From LSJ
Greek Monolingual
θώψ, -ωπός ὁ (Α)
1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» — αν κανείς τον περιποιείται πάρα πολύ, τον υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.)
2. ως επίθ. φρ. «θῶπες λόγοι» — εγκωμιαστικά λόγια, κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεωρείται πρωταρχικός τ., από τις ελάχιστες μορφές ΙΕ ριζών που επιβίωσαν στην Ελληνική χωρίς να υποστούν μορφολογικές διαδικασίες παραγωγικής φύσεως. Αντιστοιχεί στον παρακμ. τέθηπα (< ΙΕ ρίζα dhăbh-, βλ. λ. θάμβος) και είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις μεταπτωτικής βαθμίδας -ō- ρίζας με φωνήεν -ᾱ-.
ΠΑΡ. θωπεύω
αρχ.
θωπικός, θώπτω.