θωρακίς

English (LSJ)

= θώραξ, Glossaria.

Greek Monolingual

θωρακίς, -ίδος, ἡ (Α)
θώρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. λειμακίς, πινακίς)].