θωρακοπλαστική

Greek Monolingual

η
ιατρ. εκτομή αριθμού πλευρών για να επιτευχθεί η σύμπτωση τών τοιχωμάτων ενός υποκείμενου πνευματικού σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. thoracoplastie < thoraco- (πρβλ. θώραξ) + -plast- (πρβλ. πλαστική) + κατάλ. -ie].