θωῦμα

English (LSJ)

θωυμάζω, etc., less correct forms for θῶμα, θωμάζω, v. θαυμάζω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θαῦμα.

Greek Monolingual

θωῡμα, τὸ (Α)
θαύμα.

Greek Monotonic

θωῦμα: θωυμάζω, λανθασμένοι τύποι αντί θῶμα, θωμάζω.