θωυμάζω, etc., less correct forms for θῶμα, θωμάζω, v. θαυμάζω.
ion. c. θαῦμα.
θωῡμα, τὸ (Α)θαύμα.
θωῦμα: θωυμάζω, λανθασμένοι τύποι αντί θῶμα, θωμάζω.