ιά

Greek Monolingual

(I)
ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α)
1. (για έμψυχα) ιωή, κραυγή, φωνή
2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος].
(II)
ἰά, τὰ (Α)
(ετερόκλιτο, πληθ. του ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός (ΙΙ)].