ιακός

Greek Monolingual

ἰακός, -ή, -όν (Α)
1. ιωνικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν
ο ιωνικός τύπος.
επίρρ...
Ιακώς (Α)
κατά τρόπο ιωνικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο του Ιάς «Ιωνική»].