ιωνικός
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ἰωνικός, -ή, -όν) Ίωνες
1. αυτός που αναφέρεται στην Ιωνία ή στους Ίωνες («ιωνική φυλή»)
2. φρ. α) «ιωνική διάλεκτος» — το γλωσσικό ιδίωμα τών Ιώνων
β) «ιωνικός ρυθμός» — αρχιτεκτονικός ρυθμός που αναπτύχθηκε στην Ιωνία
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἰωνικοί
οι Ίωνες
2. το ουδ. ως ουσ. τo Ἰωνικόν
είδος υποδήματος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰωνικά
ποιήματα σε ιωνικό μέτρο
4. αυτός που συμπεριφέρεται σαν Ίωνας, εκτεθηλυμμένος, θηλυπρεπής
5. φρ. α) «ἰωνικὸν μέτρον» — μέτρο που αποτελείται από εξάσημους πόδες οι οποίοι καλούνται ιωνικοί
β) «ἰωνικὸς πούς» — εξάσημος ιαμβικός πους
γ) «ἰωνικὸν ἔθος» — η ιωνική διάλεκτος.
επίρρ...
ιωνικά (Α ἰωνικῶς)
κατά τον ιωνικό τρόπο
αρχ.
1. κατά την ιωνική μόδα, δηλ. κατά μαλθακό, εκτεθηλυμμένο τρόπο
2. κατά το ιωνικό ύφος
3. κατά την ιωνική διάλεκτο, ιωνιστί.