ιδιοποίηση

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδιοποίησις) ιδιοποιώ
σφετερισμός ξένου πράγματος ή κτήματος
μσν.-αρχ.
η ύπαρξη ατομικών, σαφών, διακριτικών χαρακτηριστικών.