σφετερισμός

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετερισμός Medium diacritics: σφετερισμός Low diacritics: σφετερισμός Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: spheterismós Transliteration B: spheterismos Transliteration C: sfeterismos Beta Code: sfeterismo/s

English (LSJ)

ὁ, appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ = for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s'approprier.
Étymologie: σφετερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen.

German (Pape)

ὁ, das sich zu eigen Machen, sich Aneignen, bes. Verbrauch öffentliches Gutes, als wäre es eignes, Arist. rhet. 1.13 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

σφετερισμός:присвоение, завладение, захват Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.

Greek Monotonic

σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.

Middle Liddell

σφετερισμός, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.