ιδρωμάκτρα

Greek Monolingual

η
έλασμα από χάλυβα κατάλληλο για την αφαίρεση του ιδρώτα του ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, -ώτος + μάκτρον «πετσέτα»].