αφαίρεση

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀφαίρεσις)
1. η απόσπαση, ο αποχωρισμός ενός μέρους από ένα σύνολο
2. η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης
3. η αντίστροφη πράξη της πρόσθεσης στα μαθηματικά
4. η νοητική διαδικασία με την οποία αφήνονται καταμέρος ατομικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων και μένουν τελικά τα κοινά στοιχεία που προσδιορίζουν τη φύση ενός αριθμού πραγμάτων
νεοελλ.
υπεξαίρεση χρημάτων
αρχ.-μσν.
αποκοπή μέλους του σώματος
μσν.
(για τον ήλιο) έκλειψη
αρχ.
αγωγή για αναγνώριση της ελευθερίας κάποιου που θεωρείται δούλος.