ιερατείο

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱερατεῖον) ιερατεύω
το σύνολο τών ιερέων μιας θρησκείας, ο κλήρος
μσν.-αρχ.
το μέρος του ναού στο οποίο στέκονταν οι ιερείς, το ιερό.