ἱερόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που προέρχεται από ιερό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θρους (< θρους), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].