ἰθυφανής, -ές (Α)φρ. «κατ' ἰθυφανές» — με ιθυφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -φανής (< θ. φαν- του φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-φάν-ην), πρβλ. οφθαλμοφανής, πασιφανής].