ιθύδικος

Greek Monolingual

ἰθύδικος, -ον (Α)
δίκαιος, χρηστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικος (< δίκη), πρβλ. αυτόδικος, φυγόδικος].