ικεταδόκος

Greek Monolingual

ἱκεταδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται τους ικέτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωροδόκος, ξενοδόκος.