ικετικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱκετικός, -ή, -όν) ικέτης
ικετευτικός.
επίρρ...
ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς)
ικετευτικά, παρακλητικά.