ἱκετικός
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ἱκετική, ἱκετικόν, = ἱκετήριος, Ph.2.546, Aq.Pr.27.6. Adv. ἱκετικῶς Sch.Par.A.R.1.824, Sch.E.Hec.147.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετικός: -ή, -όν, ἱκετήριος, Φίλων 2. 546, Εὐστ. Πονημάτ. 165. 87.- Ἐπίρρ. -κῶς, Δουκ. Ἱστ. Βυζ. σ. 65Β, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἱκετικός, -ή, -όν) ικέτης
ικετευτικός.
επίρρ...
ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς)
ικετευτικά, παρακλητικά.
German (Pape)
= ἱκετήριος; Schol. Eur. Hec. 845; Philo.
• Adv., Sp.