ἱλάς, -ᾱντος, ὁ (Α)ευμενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἱλάεις < θ. ἱλα- του ρ. ἱλά-σκομαι + κατάλ. -εις, (πρβλ. σκιάεις)].