ιματιοφόριον

Greek Monolingual

ἱματιοφόριον, τὸ (Α)
η ιματιοφορίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -φόριον (< -φορον < φέρω), πρβλ. αρτοφόριον].