ιμείρω

Greek Monolingual

ἱμείρω και ἰμέρρω (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ
2. επιθυμώ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ίμερος].